- λεμβώδης
- λεμβώδης, -ῶδες (Α) [λέμβος]αυτός που κατά το σχήμα μοιάζει με λέμβο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεμβῶδες — λεμβώδης like a masc/fem voc sg λεμβώδης like a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεμβώδους — λεμβώδης like a masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέμβος — η (AM λέμβος, ὁ) σκάφος μικρών διαστάσεων, με ή χωρίς κατάστρωμα, που κινείται με κουπιά ή και ιστία, βάρκα («διωκόμενος ῥίπτει αὑτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, διαμαρτὼν δὲ τοῡ λέμβου... ἀπεπνίγη», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. το καλάθι τού αεροστάτου 2. ανατ. το … Dictionary of Greek
λεμβωδία — η η βαρκαρόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεμβώδης. Η λ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. barcarolle, και μαρτυρείται από το 1892 στο Πρόγραμμα Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας] … Dictionary of Greek